Κυριακή 28 Φεβρουαρίου 2010

Αλλά τα βράδια


Και να που φτάσαμε εδώ
Χωρίς αποσκευές
Μα μ' ένα τόσο ωραίο φεγγάρι
Και εγώ ονειρεύτηκα έναν καλύτερο κόσμο
Φτωχή ανθρωπότητα, δεν μπόρεσες
ούτε ένα κεφαλαίο να γράψεις ακόμα
Σα σανίδα από θλιβερό ναυάγιο
ταξιδεύει η γηραιά μας ήπειρος…

Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη

Βέβαια αγάπησε
τα ιδανικά της ανθρωπότητας,
αλλά τα πουλιά
πετούσαν πιο πέρα

Σκληρός, άκαρδος κόσμος,
που δεν άνοιξε ποτέ μιαν ομπρέλα
πάνω απ' το δέντρο που βρέχεται…

Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη

Ύστερα ανακάλυψαν την πυξίδα
για να πεθαίνουν κι αλλού
και την απληστία
για να μένουν νεκροί για πάντα

Αλλά καθώς βραδιάζει
ένα φλάουτο κάπου
ή ένα άστρο συνηγορεί
για όλη την ανθρωπότητα

Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη

Καθώς μένω στο δωμάτιο μου,
μου 'ρχονται άξαφνα φαεινές ιδέες…
Φοράω το σακάκι του πατέρα
κι έτσι είμαστε δυο,
κι αν κάποτε μ' άκουσαν να γαβγίζω
ήταν για να δώσω
έναν αέρα εξοχής στο δωμάτιο

Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη

Κάποτε θα αποδίδουμε δικαιοσύνη
μ' ένα άστρο ή μ' ένα γιασεμί
σαν ένα τραγούδι που καθώς βρέχει
παίρνει το μέρος των φτωχών…

Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη!

Δος μου το χέρι σου..

ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ
(Μουσική: Γιώργος Τσαγκάρης)

Δευτέρα 22 Φεβρουαρίου 2010

Δυό τρία απογεύματα


Και όλο όλο κράτησε δυό τρία απογεύματα.
Τα πρωινά κοιμόμασταν στο κάτι.
Τις νύχτες πάλι σχεδιάζαμε το όλο.
Και εκεί ανάμεσα επέπλεε το ίσως.
Στα δειλινά και τις ανατολές
μας ξεγελούσε το μαζί.
Ώσπου μια γκρίζα Κυριακή
που δεν ξεχώριζες τις ώρες
μας νίκησαν τα όχι.
Δευτέρα σήμερα,
και φεύγω βιαστική προς το γιατί.

Για τον Α.Κ. που μου ξεκλείδωσε τις πόρτες της γραφής μετά από χρόνια!

Παρασκευή 19 Φεβρουαρίου 2010

Τα φλογερά ποτέ



















Μάτια που επέπλεαν σε άσπρη θλίψη
και χέρια δακρυσμένα σε στάση εμβρυακή,
θάλασσα λέξεις σε πέλαγα σκοτάδια,
με βότσαλα ελπίδα σε άμμο προσμονής.

Αμηχανία οι στιγμές του «θέλω» ,
άλογα ατίθασα κάλπαζαν τα «δεν μπορώ»,
πάθη ροζέ κροτάλιζαν σαν ζάρια,
τζόγος σικέ μ’ακάματους νικητές.

Πετάς δυο στίχους και μια οικεία μουσική,
να ξεστομίσουν όλα όσα δεν λες ,
ήχοι για μάρτυρες ατάραχης δειλίας,
με τάραξαν καλέ μου πιότερο κι από αστραπές.

Για δες πως κατακάθισε το χθές,
μέρες να το ξεπλένω δεν αρκούν.
Ανοιγοκλείνει δάχτυλα να φύγει το κακό
και ζωγραφίζει αγκαλιές να μοιάζουν αλυσίδες.

Τι μένει τελικά σαν αναστεναγμός,
το όχι, το γιατί, το πάμε παρακάτω,
η υγρασία ίσως στα σφιγμένα χείλη,
για να δροσίζει στωικά τα φλογερά ποτέ

Κυριακή 14 Φεβρουαρίου 2010

Αγω(ο)νία


Να μην κοιτάζεις τον ήλιο κατάματα.
Στο είπα.
Σελήνη παραμονεύει, θες δεν θες.
Καλωσήρθες λοιπόν ωραία συγκατάβαση.
Να’σαι κάπως στα υπόλoιπα ζωής μου.
Όπως, όποτε και όσο θέλω εγώ.
Το βλέμμα σου να τεντώνει ρυτίδες
και να με κυματίζει σε όμορφο χθές.
Η υγρασία να σαπίζει αργά τα τείχη μας
και ν’αγκαλιάζουμε τη μούχλα ερωτικά.
Δεν είσαι προσμονή και στόχος ζωτικός.
Συνθετικό υποκατάστατο της γλύκας,
να μην παχαίνουνε τζάμπα τα όνειρα μου.
Με ασημένια ψηλοτάκουνα πέδιλα
και κατάμαυρη μπογιατισμένη γοητεία
άνοιξα διαπλατα τα πόδια μου στον εγωισμό.
Οργασμός σε λάγνα αναμονή.
Διακόπτες με μανία ανοιγοκλείνουνε
αναζητώντας το γαλάζιο ασφαλές φώς.
Θυμάσαι πως έτρεμε το γέρικο γόνατο σου
όταν παιδιάστικα έγειρα το κεφάλι;
Αιχμηρές γωνίες, με τρόμαζαν οι λέξεις σου
τραχιές αξύριστες και οι υποσχέσεις.
Και ότι μου ταζες έμοιαζε με αργυραμοιβό,
που μ’ έβαλες ενέχυρο αντί να ξεπουλήσεις.
Κάτσε, μη φεύγεις. Έχεις που να πας;
Δημοπρατώ απόψε όλα μου τα χρόνια.
Μαζεύτηκαν πολλοί τυφλοί για πλειοδότες.
Ή θα σ’αρπάξω σιωπηλά και βίαια εγώ
ή ενθρονίσου βασιλιάς ανόητων συναλλαγών.
Δε με ενδιαφέρει-ς πλέον φίλε.
Κοιτάζω στον καθρέφτη μου και βλέπω τρύπες.
Κι άλλα μπαλώματα σε κουρασμένους ράφτες;
Να με πετάξω σκέφτομαι να ανοίξει λίγος χώρος,
στους ίδιους σκουπιδότοπους λιμνάζουσας νοσταλγίας.
Άσε καλύτερα, θα με φρεσκάρω βλέμματα - ψέμματα
να καμαρώνουν όνειρο όσοι θα με ξαναγοράσουν.
Λίγο ακόμη.
Μετά, (πότε μετά;) έχω ραντεβού να με ξαναγνωρίσω.
Με μπούκλες καρουλάκια και δάχτυλο στο στόμα.

Τετάρτη 10 Φεβρουαρίου 2010

Μποέμ


Σκύλος δειγμάτιζε υπομονή κι αλήτικη ζωή.

Το σκονισμένο μαύρο τρίχωμα βουρτσίζει,
στις άοκνες τσάρκες του να καθρεφτίζεται
γυαλιστερό και ολόγιομο το παθιασμένο ψέμα.

Λυκνίζει με ξεφτισμένο νάζι την ταλαίπωρη ουρά,
κεραία να συντονιστούν οι ξέμπαρκοι συνωμότες.

Ράφια σωρό υποκρισίας προσμένουν για ξεσκόνισμα,
στις δαιδαλώδεις διαδρομές του επιτηδευμένου έρωτα.

Στο στόμα του κρατάει φανταχτερό δερμάτινο λουρί,
αδιάκριτα προσμένοντας αφέντη γνώριμης υποταγής,
παράλληλα να τον βολτάρει  σε μνήμες συντροφιάς,
καμάρι ιδιοκτησίας, δε βαριέσαι...και σφραγίδα επιλογής.

Να απλωθεί πεθύμησε  σε μια αστραφτερή νησίδα ήλιου,
να καίγεται ηδονικά και ανέμελα όταν τον προσπερνούν,
και στωικά ν’ αδιαφορεί σε υπόχρεα χαϊδέματα περαστικών.

Θα 'ρθουν ξανά, οι χίλιες και μια νύχτες του αργότερα
και ολόφωτη η ασημένια πόλη θα του αφιερωθεί σαν τάμα,
ανυπότακτη  πατρίδα των απανταχού αγάπης μισθοφόρων.

Σάββατο 6 Φεβρουαρίου 2010

Δεν έρχονται όλα ξαφνικά



Δεν έρχονται όλα ξαφνικά.
Η μαγεία δεν συνοδεύει πάντα σαν κλισέ.
Κάποτε έρχονται σαν πρωινός καφές.
Σαν αγαπημένη αχνιστή συνήθεια.
Ήταν ανέκαθεν δίπλα στα τσιγάρα.
Απλά το αγνοούσες.
Και μια νύχτα πήρε όνομα.
Του χάρισες και λέξεις, φθόγγους.
Υποκλίθηκες, και όταν σηκώθηκες δεν είχε φύγει.
Αποκοιμήθηκες γυμνή στο βλέμμα του
κι εκείνος δεν σου γύρισε την πλάτη.
Όχι, τίποτα δεν έμοιαζε παρ’ όλα αυτά απρόσμενο.
Εκείνος σε βεβαίωνε πως έτσι πρέπει να’ναι.
Δοκίμασες εγωισμούς, θύμους, παράπονα,
περιμένοντας να σου θυμίσει έκπληξη.
Τίποτα.
Καφές, τσιγάρο, χλωμό πρωινό, εφημερίδα,
και μια τρυφερότητα να τα αγκαλιάζει όλα.
Ζωντανή, να δίνει φως και χρώμα.



Τετάρτη 3 Φεβρουαρίου 2010

ΛΕΥΚΟ ΠΑΠΛΩΜΑ



Κατάλευκο χιόνι παντού. Λευκό στα υγρά μου μάτια.
Κάτι σαν αθωότητα χαμένη,
να σκεπάζει τις νοσηρές μου νοσταλγίες.
Λευκό χαρτί για να το μουντζουρώσω
με ουράνια τόξα έρωτες.
Και ελπίδες που χρυσίζουνε στη λάσπη.
Θάρθει ξανά αχόρταγος ο ήλιος,
και όλα θα λιώσουνε σαν αμαρτίες.
Αυτές που μας τυλίγανε τις παγωμένες νύχτες.
Χιόνι για να στολίσουμε ασχήμιες και γιατί.
Χιόνι για να αστράφτουν τα κουρασμένα χαμόγελα
Χιόνι για να παγώσουν οι κούφιες προσμονές.
Και μετά; Μετά λευκές άγραφες υποσχέσεις.
Αυλαία.