Σάββατο 17 Απριλίου 2010

ΘΕΛΗΜΑΤΑ

'Οταν την πρωτοείδα ήμουν πιτσιρίκος. Κουτσοβοήθησα στην μετακόμιση στο καινούργιο της σπίτι. Νιόπαντρη, με το χαμόγελο της να υπερβάλλει μια αψεγάδιαστη ομορφιά. Όλη η έννοια της ήταν εκείνη η ολοκαίνουργια σκαλιστή σερβάντα που τοποθετήθηκε με μεγάλη φροντίδα ακριβώς κάτω από το παράθυρο του σαλονιού.

Μετά πέρασαν χρόνια. Όταν την ξαναείδα της κουβάλησα τσουβάλια χώμα που είχε παραγγείλει για κάποιο ανεξιχνίαστο λόγο. Χήρα, με την θλίψη να υπογραμμίζει μια συννεφιασμένη γοητεία που δεν έλεγε να την αφήσει.

Τελευταία φορά που την είδα ήταν πέρσι. Εγώ μαζί με έναν ακόμη γείτονα την ξεκρεμάσαμε από την θηλιά του δέντρου που βρέθηκε νεκρή. Κανείς δεν πίστευε πως ήταν δυνατόν να μεγαλώσει τόσο πολύ μια ακακία, μέσα σε μια σερβάντα, κάτω από το παράθυρο, στο σαλόνι. Οι ρίζες της ξεχύνονταν μέσα από τα ξεχαρβαλωμένα συρτάρια, κάτασπρος ορμητικός χείμαρρος ολόιδιος με τα λυτά μαλλιά της.

Κυριακή 11 Απριλίου 2010

Σημεία στίξης











Ευέλικτη.
Χωρούσε αγόγγυστα σε μια παρένθεση.
Με κάθε φεγγαρόφωτο την μεταμόρφωνε σε πρόταση,
αντικείμενο και υποκείμενο εύκολα παίζοντας εναλλάξ.
Όσο για ρήματα, αμέτρητος σαρκαστικός κατάλογος.
Θαυμάζει, εμπιστεύεται, χαιδεύει, παθιάζεται,
ζηλεύει, θυμώνει, αγαπάει, κοροιδεύει, φοβάται....
Πριν φανεί το πρώτο φως της έβαζε με βιάση άνω τελεία.
Εκείνη ριγώντας, κουκουλωνόταν σαν παλτό ξανά τις δυο μικρές καμπύλες.
Κάποτε τους πήραν είδηση ανελέητα τα κόμματα,
δεχότανε πυρά ορυμαγδόν και από τις παύλες.
Μερόνυχτα αμύνονταν μόνο μ΄αποσιωπητικά.
Στο τέλος την παρέδωσε δεμένη με αγκύλες.
Ήταν πανσέληνος που έβαλε ολόμαυρη τελεία.
Μονάχα δύο δάκρυα, ολόιδια εισαγωγικά, κυλήσανε απ’ τα υγρά της μάτια.
Τα κράτησε κι αυτά για αναμνηστικό που στρίμωξε,
σε κάποια μύχια σκέψη που ντύθηκε επίσημα επίλογος.
« Να ξέρεις σ’ονειρεύτηκα  στην αγκαλιά μου ολόγυμνη, χωρίς ερωτηματικά,
  ολόκληρη έμοιαζες η βασική πάραγραφος σ’ ένα κυρίως θέμα!».