Ανέμελα σφυρίζοντας ο ουρανός δεν χαμηλώνει,
όσο κι αν του χαμογελούν ολόλευκα οι επιθυμίες.
Κι εκείνο το χορτάρι που το νοτίζουν βλέφαρα
στο περιβόλι μιας αυγής, ποτέ δεν πρασινίζει.
Δάχτυλα θερμοφόρες σε μαρμαρένια ανατριχίλα
για ν’ αναβλύζει αστείρευτα σπέρματα προδοσία.
Ξανθό ασκί πού λίκνιζες ξέχειλο υποσχέσεις
και πάλι μόνο άγριους θάμνους κανακεύεις.
Κουδούνιζαν στις κλειδαρότρυπες τα όνειρα
συνθέταν κρότους σεισμικούς και αναθυμιάσεις.
Που να κρυφτείς, και πως θα ξημερώσει;
Να μασουλάς δυο περσινά φιλιά κάτω απ τη γλώσσα,
να ξεφλουδίζεις σιωπηλά δυό ξεραμένα χάδια,
κι όταν η προίκα σου θα λιώσει απ' την οργή
θα δείς στον ξύπνιο τους ζωγραφιστή ανατολή
και στον δικό σου φεγγαρένιο αίμα.
2 σχόλια:
Με δροσιά και άρωμα από υπερρεαλιστική φρεσκάδα!
Την καλημέρα μου!
Μου άρεσε πολύ!
Και ο ρυθμός του..
Σ'ευχαριστώ Στρατή. Καλημέρα και καλή εβδομάδα
Δημοσίευση σχολίου