Με αγγίζω.
Δεν είναι φλέβες αυτά που ψηλαφώ.
Είναι σκληροί σβώλοι.
Ένα αγκίστρι που σκούριασε χωρίς ψαριά.
Ένα χαμόγελο που έλιωσε κερένιο και σκοτείνιασε.
Κάποιο άγγιγμα που ξέφυγε στα ακροδάχτυλα.
Ένας ιδρώτας του που δεν έγλειψα γαμώτο.
Ανοησίες που λές .... τέτοιου είδους.
Α! και ακόμη μια φωτογραφία μου που έσκισα.
Δεν θα σκίσω ποτέ ξανά φωτογραφία μου.
Θα σκίζω μόνο σελίδες από ημερολόγια
εφημερίδες
βιβλία
περιτυλίγματα από δώρα άδωρα
και χάρτινες αφέγγαρες νύχτες,
άντε και κάτι μέρες ριζόχαρτο θαμπό.
Και θάμαι που λές τότε,
πιο όμορφη και από πεταλούδα που ξαποσταίνει,
εγω η πριγκίπισσα του μουντζουρωμένου χρόνου
σε κάποιες παιδικές σας ζωγραφιές.
Τόσο πολύ!
Ολόκληρη μια φευγαλέα λάμψη
σε ουρανό που βλέπει ο άγνωστος.
Εκείνος που ομολογήστε το
όλες σκιαγραφήσατε συχνά πυκνά.
Κάτοικος κατακόκκινου πλανήτη
που τον διασχίσαμε στα σκοτεινά,
με ταχύτητα, πάυσεις
και κοφτές θορυβώδεις ανάσες.